σαπουνάδα

σαπουνάδα
η
1) мыльная пена;

αυτό τό σαπούνι δεν κάνει σαπουνάδα — это мыло плохо мылится;

2) мыльная вода

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σαπουνάδα" в других словарях:

  • σαπουνάδα — η, Ν 1. νερό που περιέχει διάλυμα σαπουνιού και χρησιμεύει κυρίως για το πλύσιμο τών ρούχων και τών πιατικών 2. αφρός διαλυμένου σαπουνιού ή απορρυπαντικού στο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπούνι + κατάλ. άδα (πρβλ. πορτοκαλ άδα)] …   Dictionary of Greek

  • σαπουνάδα — η διάλυμα ή αφρός σαπουνιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λούζω — και λούω και λούνω (AM λούω, Α και λοέω και λόω και λουέω, Μ και λούζω και λούγω και λούνω) 1. πλένω το σώμα ή μέρος τού σώματος, κυρίως το κεφάλι, κάποιου (α. «το καλοκαίρι λούζομαι σχεδόν κάθε μέρα» β. «αὐτόχειρ ὑμᾱς ἐγὼ ἔλουσα κἀκόσμησα», Σοφ …   Dictionary of Greek

  • μετάξι — Πολύτιμη στιλπνή υφαντική ίνα, ζωικής προέλευσης, που παράγεται από την προνύμφη (μεταξοσκώληκας) του λεπιδοπτέρου Bombyx mori. Η επεξεργασία του μ. που έχει ως σκοπό την κατασκευή όσο το δυνατόν πιο ομοιόμορφης κλωστής από τα κουκούλια,… …   Dictionary of Greek

  • πινέλο — το, Ν 1. εργαλείο για τη βαφή διαφόρων επιφανειών, που αποτελείται από λαβή και τρίχινη βούρτσα 2. ο χρωστήρας τών ζωγράφων 3. βούρτσα για να απλώνεται η σαπουνάδα στο πρόσωπο πριν από το ξύρισμα 4. βούρτσα που χρησιμοποιείται για την επάλειψη… …   Dictionary of Greek

  • σαπουνόνερο — το, Ν νερό που περιέχει διάλυμα σαπουνιού, η σαπουνάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπούνι + νερό] …   Dictionary of Greek

  • σαπουνόφουσκα — η, Ν 1. φούσκα από σαπουνάδα 2. μτφ. κενός λόγος, αερολογία, ανοησία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»